ΖΩΑ
Όταν ήταν κουτάβι ο ιδιοκτήτης του το λάτρευε. Μόλις μεγάλωσε όμως όλα άλλαξαν..
Όταν ήμουν κουτάβι, σε διασκέδαζα με τα καμώματα μου και σε έκανα να γελάς. Με αποκαλούσες “παιδί σου” και παρά τα πολλά παπούτσια σου που μάσησα αλλά και τα μαξιλάρια σου που κατέστρεψα, είχαμε γίνει οι καλύτεροι φίλοι!
Όποτε έκανα κάτι κακό, κουνούσες το δάχτυλο και με ρωτούσες “Πώς μπόρεσες;” Ποτέ όμως δεν μου κράτησες κακία. Στη συνέχεια πάντα με πλησίαζες χαμογελαστός, ξάπλωνες μαζί μου στο πάτωμα και μου χάιδευες τη κοιλιά.
Η εκπαίδευση της τουαλέτας μου, ίσως επειδή τότε ήσουν τρομερά απασχολημένος, πήρε λίγο περισσότερο από το αναμενόμενο. Αλλά δουλέψαμε μαζί και στο τέλος το καταφέραμε.
Θυμάμαι εκείνες τις νύχτες που ξάπλωνα μαζί σου στο κρεβάτι και σε άκουγα να μου εμπιστεύεσαι τα πιο κρυφά σου όνειρα. Τότε πίστευα ότι η ζωή μου δεν θα μπορούσε να γίνει ποτέ καλύτερη.
Πηγαίναμε τις βόλτες μας και με άφηνες να τρέχω ελεύθερος στο πάρκο. Στο αυτοκίνητο καθόμουν πάντα δίπλα σου την ώρα που οδηγούσες και μου άνοιγες το παράθυρο για να μπορώ να νιώθω τον αέρα να μου χτυπάει το πρόσωπο.
Με πήγαινες συχνά για παγωτό, αν και ποτέ δεν μου έδωσες να δοκιμάσω. “Το παγωτό είναι κακό για τα σκυλιά” μου έλεγες συνέχεια. Ποτέ μου δεν κατάλαβα το γιατί.
Στο σπίτι κοιμόμουν για ώρες όσο σε περίμενα να επιστρέψεις τα βράδια. Ίσως αυτή η αναμονή ήταν που με στεναχωρούσε περισσότερο εκείνη τη περίοδο. Και η μοναξιά.
Όσο περνούσε ο καιρός και εγώ μεγάλωνα, άρχισες να αφιερώνεις περισσότερο χρόνο στην δουλειά σου και στην καριέρα σου. Τότε ήταν που έλειπες περισσότερες ώρες τη μέρα. Αλλά το καταλάβαινα και ας με στεναχωρούσε που δεν σε έβλεπα όπως παλιά.
Αλλά στη συνέχεια άρχισες να λείπεις και τις νύχτες. Αναζητούσες ένα σύντροφο μου εξομολογήθηκες. Χάρηκα για σένα. Μοιράστηκες μαζί μου τον ενθουσιασμό και την απογοήτευση κάθε φορά που κάποιος καινούργιος άνθρωπος έμπαινε στη ζωή σου.
Εγώ πάντα σε περίμενα υπομονετικά να έρθεις στο σπίτι. Καταλάβαινα τις ανάγκες σου και δικαιολόγησα τις αποφάσεις σου. Δεν μπορείς να φανταστείς πόσο χαρούμενος ήμουν όταν άκουγα το αυτοκίνητο σου από μακριά. Και ας απογοητευόμουν τις περισσότερες φορές γιατί δεν ήταν τελικά το δικό σου.
Τελικά βρήκες αυτή που αναζητούσες. Είναι πλέον η σύζυγος σου αλλά όπως μου είπες πριν τη γνωρίσω, δεν συμπαθεί ιδιαίτερα τους σκύλους. Παρόλα αυτά εγώ την καλωσόρισα στο σπίτι μας. Προσπάθησα να κάνω ότι μου λέει και να της δείχνω κάθε μέρα την αγάπη μου.
Στη συνέχεια ήρθε στο σπίτι το μωρό σας. Ήσασταν τότε πολύ χαρούμενοι και αυτό με έκανε και μένα να νιώθω το ίδιο.
Μου άρεσε το χρώμα του μωρού, το πως μύριζε. Ήταν κάτι δικό σου και ένιωθα έτοιμος να το προστατεύω για πάντα. Θα ήμουν ο φύλακας άγγελος του. Ποτέ δεν θα μπορούσε κάποιος να του κάνει κακό, τουλάχιστον όσο ήμουν εγώ μπροστά.
Η μητέρα του όμως δεν είχε την ίδια γνώμη. Ανησυχούσε ότι θα μπορουσα να το βλάψω. Έτσι, από τότε, περνούσα τις περισσότερες μέρες μου εξορισμένος σε άλλο δωμάτιο ή κλεισμένος σε ένα κλουβί. Μπορεί να μην το καταλάβαινα, έκανα όμως αυτό που μου ζήτησαν και αυτό που είχα μάθει να κάνω. Περίμενα υπομονετικά.
Καθώς το παιδί μεγάλωνε, έγινα φίλος του. Μου τραβούσε τη γούνα, στηρίζονταν πάνω μου για να σταθεί στα πόδια του, έχωνε τα δάχτυλα του στα μάτια μου και εξερευνούσε τα αυτιά και την μύτη μου. Μου άρεσαν τα πάντα γιατί δεν το έβλεπα πολύ συχνά και ευχαριστιόμουν κάθε λεπτό μαζί του. Θα έδινα και τη ζωή μου για αυτόν αν χρειάζονταν.
Θα ήθελα να πάω μαζί του στο κρεβάτι και να ακούσω τις ανησυχίες του και τα μυστικά του όνειρα. Όπως κάναμε τότε και μαζί.
Όταν ήμουν ακόμη μικρός, κάθε φορά που κάποιος σε ρωτούσε αν έχεις σκύλο, έβγαζες το πορτοφόλι σου για να του δείξεις την φωτογραφία μου. Στη συνέχεια τον βομβάρδιζες με τις δικές μας ιστορίες.
Τα τελευταία χρόνια όμως κάθε φορά που κάποιος σου κάνει την ίδια ερώτηση απλά απαντάς “Ναι” και αλλάζεις θέμα στη συζήτηση. Λες και δεν είμαι πια εγώ. Λες και είμαι απλά ένα σκυλί!
Τώρα βρήκες καινούργια δουλειά σε μια άλλη πόλη. Είναι ευκαιρία για την καριέρα σου μου είπες. Χαίρομαι για σένα και θα σε ακολουθήσω όπου και να πας. Άλλωστε αυτό κάνω από τότε που γεννήθηκα. Δεν έχω μάθει να κάνω κάτι άλλο.
Μετά από λίγες μέρες με φώναξες και μου είπες ότι στο διαμέρισμα που θα μείνετε δεν επιτρέπονται κατοικίδια και ότι πήρες την σωστή απόφαση για την οικογένεια σου. Μια εποχή όμως εγώ ήμουν μόνο η οικογένειά σου.
Ήμουν ενθουσιασμένος για την βόλτα μας με το αυτοκίνητο μέχρι να φτάσουμε στο καταφύγιο ζώων. Μύριζα παντού και άλλους σκύλους, μύριζα γάτες, μύριζα φόβο και απόγνωση.
“Μπορείτε να συμπληρώσετε τα χαρτιά” σου είπε κάποιος άγνωστος με γυαλιά. “Ξέρω ότι θα του βρείτε ένα καλό σπίτι” του είπες. Ο άγνωστος τότε ανασήκωσε τους ώμους και σου έριξε μια περίεργη ματιά. Δεν τον είδες. Ήσουν σκυμμένος. Μάλλον ήξερε πόσο δύσκολο είναι να βρεις καινούργιο σπίτι στην ηλικία μου, και ας έχεις και “χαρτιά” .
Έπρεπε να τραβήξεις με δύναμη τα δάχτυλα του παιδιού σου από το κολάρο μου για να τον πάρεις μακριά μου. Την ίδια στιγμή που σου φώναζε “Όχι, μπαμπά! Σε παρακαλώ μην τους αφήσεις να μου πάρουν το σκύλο μου!”
Ανησύχησα γι’ αυτόν. Τι θα τον διδάξει αυτό που μου κάνεις για τη φιλία και την πίστη, για την αγάπη και την ευθύνη, για το σεβασμό και τη ζωή;
Μου έδωσε ένα ελαφρύ κτύπημα στο κεφάλι, προσπαθώντας να μην με κοιτάξει στα μάτια και αρνήθηκε ευγενικά να έρθει μαζί μας στο καταφύγιο.
Αφού έφυγες, ο κύριος με τα γυαλιά και άλλες δύο καλές κυρίες μου είπαν ότι κατά πάσα πιθανότητα γνώριζες τι θα απογίνω και δεν έκανες καμία προσπάθεια να μου βρεις άλλο καλό σπίτι. Κούνησαν τα κεφάλια τους όταν είπαν “Μα πως μπόρεσε..”
Δεν είναι άσχημα εδώ στο καταφύγιο. Μας δίνουν και αρκετό φαγητό αλλά εγώ έχω χάσει την όρεξη μου πολλές μέρες πριν.
Κάθε φορά που κάποιος πλησιάζει προς το κλουβί μου, τρέχω με την ελπίδα ότι είσαι εσύ. Μπορεί να άλλαξες γνώμη και να με θέλεις και πάλι μαζί σου. Μπορεί τελικά όλα αυτά να είναι απλά ένα άσχημο όνειρο.
Κάθε φορά όμως γυρνάω στη θέση μου με αργά βήματα απογοητευμένος.
Μετά από πολύ καιρό σταμάτησα να ελπίζω για σένα. Ξυπνούσα με μια καινούργια ελπίδα. Ότι θα βρεθεί κάποιος άλλος άνθρωπος να με πάρει μαζί του, μακρυά από εδώ. Να μου προσφέρει ένα καινούργιο σπίτι.
Άρχισα να τρώω και πάλι για να φαίνομαι δυνατός.
Όταν όμως συνειδητοποίησα ότι δεν μπορούσα να ανταγωνιστώ τα μικρά κουτάβια που χοροπηδούσαν ευτυχισμένα τραβώντας την προσοχή, επέστρεψα πάλι στη γωνιά μου και έμεινα εκεί, αδιαφορώντας για τα πάντα. Απλά περίμενα.
Άκουσα τα βήματά της την ώρα που έρχονταν για μένα στο τέλος μιας μέρας. Με πήρε μαζί της και με οδήγησε στην αρχή σε έναν μακρύ διάδρομο. Τον διασχίσαμε ώσπου φτάσαμε σε ένα μικρό δωμάτιο. Ένα πολύ ήσυχο δωμάτιο. Στην μέση υπήρχε ένα τραπέζι.
Με σήκωσε και με τοποθέτησε πάνω στο τραπέζι. Έτριψε τα αυτιά μου και μου είπε να μην ανησυχώ. Η καρδιά μου σφυροκοπούσε από την αγωνία. Ήξερα τι θα συμβεί αλλά ταυτόχρονα ένιωθα και μια περίεργη ανακούφιση.
Είχα ξεμείνει από ημέρες..
Όπως είναι στη φύση μου ανησύχησα περισσότερο για εκείνη. Δεν της ήταν καθόλου εύκολο και μπορούσα να το καταλάβω. Μπορούσα να το αισθανθώ.
Με τρύπησε με κάτι μυτερό την στιγμή που είδα ένα δάκρυ να κυλάει στο μάγουλό της…Γύρισα το κεφάλι μου και την έγλειψα..