ΘΡΗΣΚΕΙΑ
Το μοναδικό Μοναστήρι της Μυρτιάς και η «Ελπίς των απηλπισμένων»
Ο γέροντας Ιωσήφ, Ηγούμενος της Μονής της Παναγίας στην Αιτωλοακαρνανία, μιλά για την ιστορία της και για τη θαυματουργή εικόνα που χάθηκε, τη βρήκε ένας βοσκός, ουδείς όμως γνωρίζει τι απέγινε μετά την πυρκαγιά κατά την Κατοχή.Στο δρόμο από το Αγρίνιο προς το Θέρμο, στους πρόποδες του κατάφυτου όρους Παναιτωλικό σε μια μεγάλη στροφή του δρόμου βρίσκεται αναπαυμένο το μοναστήρι της Παναγιάς της Μυρτιάς στην Αιτωλοακαρνανία.
Είναι ένα μοναστήρι αιώνων που φιλοξενεί την θαυματουργή εικόνα της Παναγιάς Μυρτιώτισσας προστάτιδας όλης της περιοχής. Από το χωριό Μυρτιά, πέρασαν ο άγιος Κοσμάς ο Αιτωλός, ο άγιος Ευγένιος ο Αιτωλός και άλλοι γέροντες ασκήθηκαν σε αυτή την μεγάλη αλλά και αφανή μονή. Βυζαντινό κομψοτέχνημα ο ναός στο κέντρο. Η Μονή φιλοξενεί μια ιστορία πολλών κτητόρων, ανακαινιστών, αγιογράφων, ηγουμένων και μοναχών αλλά και καταπατητών, ετερόδοξων και εχθρών από την εποχή του Βυζαντίου της Τουρκοκρατίας και των παγκοσμίων πολέμων. Οι παλιές κρήνες κατασκευασμένες από την εποχή της Τουρκοκρατίας κοσμούν τον χώρο και ξεδιψούν τον προσκυνητή.
Αφού πιούμε με το τάσι στη συνέχεια ο σημερινός ηγούμενος Ιωσήφ θα μας ξεδιψάσει με νερό πνευματικό. Ο γέροντας δέχτηκε να μας μιλήσει και στέλνει τις ευχές του στους αναγνώστες αλλά και στους εργαζομένους της Ορθόδοξης Αλήθειας: «Καύχημά μας εδώ στο μοναστήρι της Μυρτιάς που είναι κτίσμα του δωδέκατου αιώνα, η εικόνα της Παναγίας της Μυρτιάς, επιγράφεται “Η ελπίς των απηλπισμένων”. Η εικόνα, που εκτίθεται σήμερα στη θέση Θρόνος της Παναγίας, στο παρεκκλήσι του ιερού Αυγουστίνου, στο χώρο των παλαιών δεξαμενών αποτελεί κειμήλιο της Μονής. Είναι ζωγραφισμένη σε πανί εφαρμοσμένο σε ξύλο, το οποίο φέρει στο πίσω μέρος ίχνη από κάψιμο, πράγμα που υποδηλώνει τη διάσωσή της από πυρκαγιά.
Εξαφανίστηκε
Εικονίζει τη Θεοτόκο να γέρνει με στοργή το κεφάλι προς το βρέφος, το οποίο αποδίδει με παιδική απλότητα και τρυφερή κίνηση του κεφαλιού προς την Μητέρα την ανταπόκρισή του, υψώνοντας συνάμα το δεξί χέρι σε στάση ευλογίας. Η εικόνα ξεφεύγει από την τυποποίηση και εικονίζει με θερμότητα την παρουσία των ιερών προσώπων. Η εικόνα χάθηκε από το αρχικό μοναστήρι στην κάτω Μυρτιά, όταν εκεί προσπάθησε να λειτουργήσει ένας παπικός ιερέας που την εποχή της Ενετοκρατίας ήταν εγκατεστημένος στο κάστρο της Ναυπάκτου. Τότε λοιπόν η εικόνα χάθηκε με θαυματουργικό τρόπο. Οι πιστοί της εποχής θεωρούσαν μίασμα να συμμετέχουν στις λειτουργίες του παπικού ιερέα και έφυγαν από το μοναστήρι. Αργότερα ένας βοσκός βρήκε την εικόνα της Παναγίας που είχε εξαφανιστεί, να στέκεται στα κλαδιά μιας μυρτιάς, και έτσι την ονόμασαν Παναγία η Μυρτιά. Σήμερα αυτό που έχουμε είναι αντίγραφο της παλαιάς εικόνας, χρονολογείται στα 1491, από τα χέρια του περίφημου αγιογράφου Ξένου Διγενή. Η παλαιά εικόνα δεν γνωρίζουμε τι απέγινε γιατί την εποχή της Γερμανικής κατοχής το μοναστήρι κάηκε ολοσχερώς και σώθηκε μόνο το καθολικό. Η καταστροφή ήταν μεγάλη γιατί κάηκαν όλα τα κτίσματα, χειρόγραφα και ντοκουμέντα. Όλα τα μοναστήρια γύρω από την περιοχή που είχαν κλείσει επί Όθωνος είχαν δώσει στο μοναστήρι της Μυρτιάς τα κειμήλιά τους και όλα τα πολύτιμα αντικείμενα προς φύλαξη. Ωστόσο μετά την φωτιά όλοι οι θησαυροί χάθηκαν και θα σας πω με ποιο τρόπο:
Τα αντίποινα των Γερμανών
Οι Γερμανοί ανέβαιναν από την Μυρτιά για να εγκαταστήσουν μια μεραρχία τους στο Θέρμο. Τους έστησαν ενέδρα οι αντάρτες, σκότωσαν όλους τους Γερμανούς αξιωματικούς εκτός από έναν, που ξέφυγε και έφτασε στη διοίκηση Αγρινίου. Οι Γερμανοί ως αντίποινα ήρθαν και έκαψαν την γύρω περιοχή, σπίτια και περιουσίες αλλά και το μοναστήρι. Ήταν μεγάλη καταστροφή. Το μόνο που διασώθηκε ήταν το καθολικό και η εικόνα της Παναγίας της Μυρτιώτισσας αν και το πίσω μέρος της είχε αρπάξει φωτιά, είναι καμένο. Διασώθηκε ωστόσο όπως και ένα παλαιό βιβλίο που επιγράφεται η πρόθεση της Υπεραγίας Θεοτόκου, το οποίο βρισκόταν στο άγιο Βήμα. Στους τοίχους έχει αγιογραφήσει ο περίφημος Ξένος Διγενής αλλά και ο Κατελάνος».
Δύο συγκλονιστικές μαρτυρίες, οι οποίες έγιναν γνωστές από στόμα σε στόμα, και αυτοί που έζησαν το θαύμα και έκλαψαν
Τα μνημεία αυτά της ιστορίας και της εκκλησίας δεν είναι τόπος μουσειακός αλλά πρώτιστα τόπος παρηγορητικός, παρακλητικός και λατρευτικός. Έτσι από το παρελθόν των αιώνων και μέχρι τις μέρες μας κατέφευγαν στην Παναγιά την Μυρτιώτισσα άνθρωποι που είχαν ανάγκη την παρουσία του Θεού στη ζωή τους. Ο Γέροντας Ιωσήφ θα μας αφηγηθεί για να τιμηθεί και το “Αββά ειπέ μοι λόγον” δυο ιστορίες που της διηγούνται από στόμα σε στόμα οι παλιοί και δημιουργούν και σήμερα την ίδια πνευματική φόρτιση με την ημέρα που διαδραματίστηκαν τα γεγονότα.:
Οι ακρίδες
«Στα 1923, από μαρτυρία πολλών ανθρώπων, έπεσε ακρίδα και κατέστρεφε την περιουσία τους. Η περιουσία των χωρικών εκείνο τον καιρό ήταν οτιδήποτε καλλιεργούσαν, καλαμπόκια, κρεμμύδια, ντομάτες και τα ζαρζαβατικά τους για να μπορέσουν να ζήσουν. Η ακρίδα ήταν μεγάλη καταστροφή, πληγή! Ήρθαν λοιπόν οι άνθρωποι στο μοναστήρι της Μυρτιάς και παρακάλεσαν τον ηγούμενο να λιτανεύσουν την εικόνα της Παναγίας. Ο ηγούμενος λοιπόν τους πρότεινε να εξομολογηθούν πρώτα και μετά να κάνει την θεία λειτουργία, να κοινωνήσουν και τότε να λιτανεύσουν την εικόνα. Έτσι και έγινε και μπροστά στα έκπληκτα μάτια των κατοίκων των περιοχών, είδαν κάποια στιγμή να μαζεύονται όλες οι ακρίδες της περιοχής σ’ ένα μαύρο σύννεφο, να ανυψώνεται στον ουρανό και μετά να βουτά μέσα στη λίμνη Τριχωνίδα και να πνίγονται όλες οι ακρίδες. Αυτό ήταν μαρτυρία όχι ενός αλλά όλων των κατοίκων της περιοχής μέχρι το Θέρμο και των μοναχών. Προλάβαμε κάποιους γέροντες παλαιούς που έζησαν το θαύμα και έκλαιγαν. Αυτοί οι γέροντες μέχρι την κοίμησή τους έρχονταν στη μονή της Παναγίας και προσκυνούσαν την εικόνα “Η Ελπίς των απηλπισμένων” και πάντα έφευγαν με δάκρυα στα μάτια.
Η ανομβρία
Ένα ακόμη μεγάλο θαυμαστό γεγονός θα ήθελα να σας περιγράψω. Κάποτε υπήρχε φοβερή ανομβρία, ο τόπος είχε ξεραθεί και κινδύνευαν οι καλλιέργειες. Πάλι, όπως και την προηγούμενη φορά οι μοναχοί κάλεσαν τους πιστούς να εξομολογηθούν, να λειτουργηθούν, να μετάσχουν των αχράντων μυστηρίων και εν συνεχεία να λιτανεύσουν την εικόνα. Μια στιγμή η εικόνα στη λιτανεία βάρυνε πολύ και δεν μπορούσαν άλλο να την κουβαλήσουν. Στάθηκαν λίγο, προσευχήθηκαν, έκαναν δέηση και τότε μαζεύτηκαν πολλά σύννεφα, μαύρισε ο τόπος και άρχισε μια καταρρακτώδης βροχή. Ο κόσμος άρχισε να φεύγει, όμως ο ηγούμενος του μοναστηριού τού παράγγειλε να μην πάνε πουθενά, παρά να μείνουν εκεί για να επιστρέψουν στο καθολικό την εικόνα με τον ίδιο τρόπο που την είχαν μεταφέρει έως εκεί. Οι χωρικοί υπάκουσαν και επέστρεψαν όλοι μαζί την Παναγία στο σπίτι της βρεγμένοι μέχρι το κόκκαλο αλλά πανευτυχείς που είχαν εισακουστεί και σώθηκε το βιός τους».
Τα δυο θαύματα αυτά και άλλα ακόμη που μεταφέρει η παράδοση από στόμα σε στόμα μαζί με την ανάγκη και τον πόνο των σημερινών ανθρώπων τούς στρέφουν προς τον Θεό και την βοήθεια των λειτουργών Του.
Σήμερα μικροί και μεγάλοι προσκυνητές διαβαίνουν όπως οι προγονοί τους στο ίδιο μοναστήρι. Αν μπορούσαμε να δούμε σαν σε κινηματογράφο το σκηνικό θα παρατηρούσαμε μέσα στους αιώνες ν’ αλλάζει το ντύσιμο των ανθρώπων, όπως και το μεταφορικό μέσο: σήμερα θα βρει κάποιος παρκαρισμένα αυτοκίνητα εκεί που κάποτε έδεναν οι πιστοί τα ζώα που τους κουβαλούσαν.
Πνευματική πείνα
Ο τόπος πάντως παραμένει όμοιος με το παρελθόν, η φύση δεν αλλάζει, παρά μόνο στις εποχές του χρόνου, οι αρχιτέκτονες σεβάστηκαν την φύση και την Ορθόδοξη παράδοση και έφτιαξαν τα κτίσματα τέσσερεις φορές σε εννέα αιώνες με παρόμοιο τρόπο. Τέλος, στους ανθρώπους η αίσθηση της πνευματικής πείνας είναι επιτακτική, επαναλαμβάνεται, ακολουθεί τα προηγούμενα και παραμένει ίδια από καταβολής κόσμου.
Έτσι, νηστικοί και ορφανεμένοι, γιατί μας έφθειρε η ζωή που κάνουμε, η ζωή που επιλέξαμε, αναζητάμε γνήσιο Πατέρα και Μάνα, αφού οι βιολογικοί μας γονείς είναι φθαρτοί όπως εμείς. Ο Θεός και η Παναγία, οι μόνοι άφθαρτοι, τροφοδοτούν με αίμα την καρδιά μας και εμείς χορτασμένοι από την ελπίδα πως μπορεί κι εμείς κάποτε να ζήσουμε Ζωή ουσίας, που μόνο εξ Ουρανού δίνεται, γινόμαστε διαβάτες στα προσκυνήματα και ακούμε για τις ιστορίες των μονών, τα συναξάρια των αγίων και τα θαύματά τους, ασπαζόμαστε το χέρι των μοναχών παίρνουμε την ευχή τους και συνεχίζουμε το δρόμο.