SHOWBIZ
“Τελείωσα με εσένα!” Συγκλονιστική συνέντευξη δύο χρόνια μετά το θάνατο πασίγνωστου Έλληνα δημοσιογράφου!
Τι απάντησε από “τον άλλο κόσμο”;
Το δικαίωμα στην ευθανασία ήταν για το δημοσιογράφο και συγγραφέα Αλέξανδρο Βέλιο το ίδιο σημανιτκό με αυτό της αξιοπρεπούς ζωής. Αυτό άλλωστε, άφησε να εννοηθεί με τον τρόπο που ο ίδιος επέλεξε να φύγει προς την αιωνιότητα μετά τη μάχη του με τον καρκίνο, πριν από ακριβώς δύο χρόνια.
H εφημερίδα Espresso δημοσίευσε τη συνέντευξη που έδωσε “από τον άλλο κόσμο” ο Βέλιος στο φίλο και συνάδελφό του Κρικόρ Τσακιτζιάν, δύο χρόνια μετά το θάνατό του, όπως ακριβώς ήταν η τελευταία επιθυμία του. Διαβάστε παρακάτω…
Τώρα που έχεις φύγει από αυτόν τον μάταιο κόσμο, τι θα ήταν αυτό που θα ήθελες να φωνάξεις με όλη τη δύναμη της ψυχής σου ( συγγνώμη παρασύρθηκα, εσύ δεν έχεις πια ψυχή) και να σε ακούσει όλος ο κόσμος από εκεί ψηλά που βρίσκεσαι;
Ακόμα κι αν εδώ ψηλά διέθετα φωνή και συνείδηση, ο κόσμος δεν θα με άκουγε, ούτε αν ανακοίνωνα πως επίκειται η…Δευτέρα Παρουσία! Ο κόσμος μας – ο κόσμος σας θέλω να πω – έχει αυτιά μόνο για τα κελεύσματα του Μαμμωνά, υπηρετεί αποκλειστικά το Θεό του Χρήματος. Οι μεταφυσικοί του αισθητήρες έχουν ατονήσει. Αυτό που ονομάζει ευτυχία είναι συνάρτηση των οικονομικών του δυνατοτήτων, όταν μιλάει για απόλαυση, εννοεί τον ξώπετσο ηδονισμό. Το ανθρώπινο είδος έχει απολέσει την αίσθηση της ιστορικότητάς του. Εδώ πάνω είναι το άπειρο της ανυπαρξίας. Εκεί κάτω κυριαρχεί το άπειρο του Μηδενός. Τα αυτιά σας είναι κλειστά.
Πώς βλέπεις τα πράγματα από εκεί πάνω, τώρα που είσαι απαλλαγμένος από μικροδεσμεύσεις και τυπικότητες; Μιλάω κοινωνικά, πολιτικά και πάνω απ’όλα από πλευράς ηθικής της κοινωνίας.
Απεχθανόμουν τον κομφορμισμό όσο ζούσα, δεν ανήκα σε κανένα κόμμα, Εκκλησία, ομάδα, απέφευγα τη συναναστροφή με άτομα που δεν εκτιμούσα ή με παρέες που με έκαναν να πλήττω. Δεν υπήρξα ούτε πολιτκά ούτε κοινωνικά ορθός, επομένως από λίγα βαρίδια με απήλλαξε ο θάνατος. Κυρίως από την ανάγκη να κερδίζω το ψωμί μου με τον ιδρώτα μου – και του είμαι ευγνώμων γι’αυτό! Από εδώ, βλέπω μια ανθρωπότητα να διαγκωνίζεται κυνηγώντας αξιώματα, χρήματα, αναγνώριση, απολάυσεις, προνόμια και δεν διαισθάνεται πόσο αυτό το κυνηγητό της χρυσής ματαιότητας έχει τη γεύση της στάχτης.
Σε άλλο σημείο της συνέντευξης στην ερώτηση “Εκεί που πήγες συνάντησες τον Θεό; Να ελπίζει κανείς ότι μπορέι να τον δει; Να του μιλήσει; Τι λες;” εκείνος απαντά:
“Δεν είχα τέτοια ελπίδα φεύγοντας. Εκεί που είμαι τώρα δεν υπάρχει συνείδηση, δεν υπάρχει Εγώ – άρα πως να υπάρχει Θεός; Αλλά μιλάω προσωπικά. Δεν έχω το δικαίωμα να στερήσω την ελπίδα για μετά θάνατον ζωή από κανέναν άνθρωπο. Θα ήταν απάνθρωπο και στο κάτω κάτω, αυθαίρετο.
Και παρακάτω ο διάλογος εξελίσσεται ως εξής:
Μήπως τελικά “έφυγες” την ώρα που έπρεπε για να μη δεις τα χειρότερα που ενδεχομένως έρχονται ή μήπως ήσουν από εκείνους που πίστευαν ότι έρχονται καλύτερες μέρες;
Λοιπόν, “έφυγα” έχοντας απολέσει κάθε ελπίδα και ίσως κάθε ενδιαφέρον για την Ελλάδα. Στον ορατό ορίζοντα δεν έβλεπα άλλη προοπτική από την περαιτέρω φτωχοποίηση, την περαιτέρω οικονομική και κοινωνική αποτελμάτωση. Τι κίνητρο ζωής είχα όταν δεν υπήρχε τίποτα να διεκδικήσεις ή να αντιπαλέψεις; Η αιώνια Ελλάςε είναι μια χαμένη ιστορία – πόπως άλλωστε και η Ενωμένη Ευρώπη κατά πάσα πιθανότητα. Με ανακούφιση άφησα πίσω μου το βάλτο με τα βατράχια των τηλεπαραθύρων. Τα τελευταία χρόνια ζούσα με το αίσθημα του εσωτερικού μετανάστη, ανήμπορος να συνδιαλλαγώ με την κυρίαρχη μικρόνοια, μικρολογία, μικροπρέπεια. Σαν να μην ανήκα πια κατά βάθος ούτε στον τόπο μου ούτε στη γλώσσα μου ούτε το επάγγελμά μου. Αυτά τα έχω περιγράψει στην ποιητική μου σύνθεση “Οδύσσεια” που εκδόθηκε τρεις μήνες πριν από το “Εγώ κι ο θάνατός μου”.
Κλείσε τη συνομιλία μας, όπως θέλεις εσύ. Εγώ σε αποχαιρετώ και σου λέω κάνε υπομονή. Θα συναντηθούμε.
Δεν είμαι φτιαγμένος για πομπώδεις αποχαιρετισμούς. Να ξέρεις μόνο ότι “έφυγα” με το χαμόγελο στα χείλη, διότι κατάφερα να έχω αξιοπρεπή ζωή κι έναν αξιοπρεπή θάνατο.
Υ.Γ. ΚΡΙΚΟΡ: Κάνε μου τη χάρη, σε παρακαλώ, να υπογράψεις τη συνομιλία μας αυτή, γιατί πολλοί θα με πάρουν για τρελό. Θέλω να με προστατεύσεις όσο βρίσκομαι κι εγώ ανάμεσα σε τόσο δύσπιστους και σκληρούς ανθρώπους. Μη μου κρεμάσουν τίποτα κουδούνια, ότι την ψωνισα. Πρέπει να πειστούν ότι πράγματι συνομιλήσαμε. Αντίο φίλε.
Η Espresso φιλοξένησε στις σελίδες της, όμως και το γράμμα της συζύγου του Νάντια Γερολυμάτου, που συγκλονίζει:
“Είναι αλήθεια ότι δεν έχω συνειδητοποιήσει πώς πέρασαν δύο χρόνια από τότε που με κοίταξε ατρόμητος για τελευταία φορά στα μάτια. Η ευστάθεια του νου και της σάρκας του δεν τον είχαν προδώσει. Το βλέμμα του είχε μια πραότητα, μου έγνεφε αβίαστα πως ήταν έτοιμος και αποφασισμένος για το τελευταίο μεγάλο ταξίδι του.
Είναι φανερό ότι διαχείρηση του χρόνου είναι προσωπική. Ο Αλέξανδρος κατάφερε, έχοντας επίγνωση της έλευσης του θανάτου του, να χρησιμοποιήσει λίγο χρόνο που του απέμενε ως πυκνωτή της ζωής του. Έγραψε σε διάστημα δέκα ημερών ένα ποιητικό δοκίμιο, την “Οδύσσεια”, με θέμα τη σημερινή κρίση και ιστορική παρακμή του ελληνισμού. Και αμέσως μετά πήρε την απόφαση να γράψει το βιβλίο “Εγώ κι ο θάνατός μου: το δικαίωμα στην ευθανασία”, το οποίο συνέβαλε στο να κατανικήσει το φόβο του επερχόμενου θανάτου. Και απέναντι στην απόλυτη μοναχικότητα που κάθε θάνατος προϋποθέτει, αντιπαρέθεσε τη θαρραλέα εξομολόγηση, χρησιμοποιώντας την πλούσια πνευματική του σκευή που με τα χρόνια απέκτησε. Έγραψε το βιβλίο σε 15 νύχτες και,όταν το τελείωσε, θυμάμαι ήταν ξημερώματα, ήρθε και μου είπε: “Τελείωσα με εσένα θάνατε. Τώρα κάνε ό,τι θέλεις”. Και βέβαια δεν ήταν μόνο αυτά τα έργα. Το συγγραφικό του έργο δυστυχώς δεν είναι γνωστό στο ευρύ κοινό. Σειρά από κείμενα του Αλέξανδρου έχουν δημοσιευτεί στις εκδόσεις Printa/Ροές στις οποίες υπήρξε υπεύθυνος.
Ο Αλέξανδρος άφησε μια παρακαταθήκη αξιοπρέπειας, μια παρακαταθήκη πνευματικού αγγίγματος, μια παρακαταθήκη ψυχικής αντοχής. Εγκεφαλικός, ευρυμαθής, εστέτ, διανοούμενος, ποιητής, δημοσιογράφος, μια πολυπρισματική προσωπικότητα. Δέχτηκε θρραλέα το χαστούκι του καρκίνου, θαρραλέα αντιμετώπισε το αδυσώπιτο θηρίο που λέγεται καρκίνος όταν η μάχη ήταν εκ προοιμίου άνιση. Δεν λύγισε στιγμή, δεν παραδόθηκε στο φόβο του θανάτου. Δεν υπήρξε ποτέ από εκείνους που παρατηρούν την εξέλιξη των πραγμάτων με το μάτι του αιχμαλώτου. Δεν βούλιαξε απαθώς στην απονεύρωσή του. Ο Αλέξανδρος υπήρξε πάντα ένα ελέυθερο και μάχιμο πνεύμα. Κατάφερε την πιο τρομακτική, την πιο αδιανόητη, την ύστατη στιγμή να αναφωνήσει: “Κι όμως είμαι ακόμη ζωντανός”
Πάντα πίστευα ότι οι άνθρωποι που αγαπάς δεν χάντονται. Πεθαίνουν μαζί σου. Και αυτό που ήτα, αυτό που απελευθέρωνε το είναι τους γίνεται αλησμόνητο και αντάξιο μιας αβάσταχτης νοσταλγίας”